-
1 απωλεία
ἀπωλείᾱ, ἀπώλειαdestruction: fem nom /voc /acc dual——————ἀπωλείᾱͅ, ἀπώλειαdestruction: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 απώλεια
-
3 ἀπώλεια
-
4 απωλεια
-
5 ἀπώλεια
ἀπώλεια, ἡ,II loss, Id.Pr. 952b26; opp. τήρησις, Plb.6.59.5 Schweigh., cf. BGU1058.35, al. (i B. C.);τῶν χρόνων ἀ. Diog.Oen.1
.2 perdition, Ep.Rom.9.22, 2 Ep.Thess.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπώλεια
-
6 ἀπώλεια
ἀπώλεια, ας, ἡ (s. ἀπόλλυμι; Demades [IV B.C.]: Or. Att. II 52 p. 313 in the sense ‘loss’; later writers; ins, pap, oft. LXX, pseudepigr., Philo, Jos., Ar., Just.; Mel., P.).① the destruction that one causes, destruction, waste trans. (Aristot., EN 4, 1, 1120a 2; Polyb. 6, 11a, 10 opp. τήρησις; PTebt 276, 34) εἰς τί ἡ ἀ. αὕτη τ. μύρου; why this waste of ointment? Mk 14:4; cp. Mt 26:8.② the destruction that one experiences, annihilation both complete and in process, ruin intr. (so usu. LXX; EpArist 167; Philo, Aet. M. 20; 74; Jos., Ant. 15, 62, Vi. 272; TestDan 4:5; Ar. 13, 8; Just., D. 56, 5; Mel.; but also in Aristot., Prob. 29, 14, 952b 26; Polyb., Plut., Epict. et al. [Nägeli 35]; Diod S 15, 48, 1 with φθορά; Herm. Wr. 12, 16; PGM 4, 1247f παραδίδωμι σε εἰς τὸ μέλαν χάος ἐν τ. ἀπωλείαις) Ac 25:16 v.l.; AcPl Ha 4, 16. (w. ὄλεθρον) βυθίζειν εἰς ὄ. καὶ ἀ. plunge into utter destruction 1 Ti 6:9; πρὸς τ. ἰδίαν αὐτῶν ἀ. to their own ruin 2 Pt 3:16; (w. πλάνη) 2 Cl 1:7 (Ar. 13:8). Esp. of eternal destruction as punishment for the wicked: Mt 7:13; εἰς ἀ. ὑπάγειν go to destr. Rv 17:8, 11. (Opp. περιποίησις ψυχῆς) Hb 10:39. (Opp. σωτηρία) Phil 1:28. ἡμέρα κρίσεως καὶ ἀπωλείας (Job 21:30) τ. ἀσεβῶν ἀνθρώπων day of judgment and (consequent) destruction of wicked men 2 Pt 3:7. Hence the end of the wicked is described as ἀ.: τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν to hell with you and your money (Phillips) Ac 8:20 (for the phrasing cp. Da 2:5 and 3:96 Theod.); ὧν τὸ τέλος ἀ. Phil 3:19. σκεύη ὀργῆς, κατηρτισμένα εἰς ἀ. objects of (God’s) anger, ready for destruction Ro 9:22 (Is 54:16). It will come quickly 2 Pt 2:1; is not sleeping vs. 3 (on the topic cp. Od. 2, 281–84). Appears as a consequence of death (cp. Job 28, 22): ὁ θάνατος ἀ. ἔχει αἰώνιον Hs 6, 2, 4; God laughs at it 1 Cl 57:4 (Pr 1:26). Those destined to destruction are υἱοὶ τῆς ἀ. J 17:12; ApcPt 1:2. The Lawless One is also υἱὸς τῆς ἀ. 2 Th 2:3. αἱρέσεις ἀπωλείας heresies that lead to destr. 2 Pt 2:1; δόγματα τῆς ἀ. ApcPt 1:1.—DELG s.v. ὄλλυμι. M-M. TW. -
7 απώλεια
-
8 ἀπώλεια
-ας + ἡ N 1 11-1-31-36-43=122 Ex 22,8; Lv 5,22.23; Nm 20,3; Dt 4,26destruction, annihilation Nm 20,3; loss Ex 22,8; thing lost Lv 5,22(6,3)*Prv 13,1 ἐν ἀπωλείᾳ for destruction, will be destroyed corr.? ἐν ἀπειλῇ for MT גערה threat, reproof, cpr. Prv 13,8; 17,10; *Ez 26,21 ἀπώλειάν σε δώσω I will make you a destruction-כלהות כלה? for MT בלהות terror, see also Ez 27,36; 28,19; *Prv 13,15 ἐν ἀπωλείᾳ to destruction-אידם? for MT איתן lasting?;*DnTh 8,25 καὶ ἐπὶ ἀπωλείας and for the destruction-דשׁ ועל for MT רשׂ ועל and against the princeCf. LE BOULLUEC 1989, 226; →NIDNTT; TWNT -
9 απώλεια
ἡ απώλεια (по)гибель -
10 ἀπωλεία
Βλ. λ. απωλεία -
11 ἀπωλείᾳ
Βλ. λ. απωλεία -
12 ἀπώλεια
{сущ., 20}разрушение, уничтожение, гибель, погибель, трата, пагуба. Мф. 7:13; 26:8; Мк. 14:4; Ин. 17:12; Деян. 8:20; 25:16; Рим. 9:22; Флп. 1:28; 3:19; 2Фес. 2:3; 1Тим. 6:9; Евр. 10:39 2Пет. 2:1-3; 3:7, 16; Откр. 17:8, 11. LXX: 6 ( דבא), 343 (דיאֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπώλεια
-
13 απώλεια
{сущ., 20}разрушение, уничтожение, гибель, погибель, трата, пагуба. Мф. 7:13; 26:8; Мк. 14:4; Ин. 17:12; Деян. 8:20; 25:16; Рим. 9:22; Флп. 1:28; 3:19; 2Фес. 2:3; 1Тим. 6:9; Евр. 10:39 2Пет. 2:1-3; 3:7, 16; Откр. 17:8, 11. LXX: 6 ( דבא), 343 (דיאֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απώλεια
-
14 ἀπώλεια
разрушение, уничтожение, (по)гибель, трата, пагуба; LXX: (אבד), (איד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπώλεια
-
15 απώλεια
ηVerlust m -
16 ἀπώλεια
тратарасплата гибельΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπώλεια
-
17 απώλεια
[аполиа] ουσ θ потеря, убыток. -
18 απώλεια
la pe'rdua -
19 ἀπώλεια
ἀπ-ώλεια, das Verlieren, der Verlust -
20 απώλεια
kayıp, yitim, zarar, ziyan
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)